Ήταν 4 το απόγευμα όταν οι πέντε κυνηγοί με το φορτηγάκι του 33χρονου ιδιωτικού υπαλλήλου Λάμπρου Αντρέσσα κατευθύνθηκαν προς τα Καλύβια Αγρινίου για να κυνηγήσουν πουλιά. Άφησαν το αυτοκίνητο στην αγροτική περιοχή Τσάικα και μπήκαν στα χωράφια, μαζί με το κυνηγόσκυλο του Αντρέσσα.
Ένας κτηνοτρόφος τους είδε να πλησιάζουν στον βοσκότοπο με τριφύλλι του συνταξιούχου Λυσίμαχου Φούκα και έτρεξε να τον ειδοποιήσει. «Είναι κάτι κυνηγοί δίπλα στη στάνη σας, πηγαίνετε να μαζέψετε τα πρόβατα γιατί θα τα τρομάξουν και θα τα ψάχνετε», είπε στο γιο του, Διονύση. Την ώρα εκείνη βγήκε από το στάβλο ο πατέρας του.
«Πάρε την καραμπίνα και πάμε στα ζώα», του είπε. Μπήκε στο τζιπάκι του και ξεκίνησε για τη στάνη. Τον ακολούθησε και ο γιος του με το αγροτικό φορτηγάκι του. «Οι πέντε κυνηγοί ήταν ήδη εκνευρισμένοι με τον συγχωριανό που μας είχε ειδοποιήσει και έβριζαν τον πατέρα μου», θα πει αργότερα ο Διονύσης Φούκας στην απολογία του. «Ένας απ’ αυτούς πήγε να μου πιάσει το χέρι κι εγώ τραβήχτηκα πίσω και ξεκρέμασα το όπλο μου. Τότε με πυροβόλησε στα πόδια. Έτσι ξεκίνησε το κακό. Φοβήθηκα ότι θα μας σκότωναν και δεν ήξερα τι έκανα. Έριχνα σε όποιον έβλεπα μπροστά μου. Μακάρι να ήμουν εγώ στη θέση τους. Δεν θα γινόταν τίποτα εάν δεν με έβριζαν και δεν με πυροβολούσαν».
Μετά το φονικό πατέρας και γιος επέστρεψαν ψύχραιμοι στα Καλύβια. Ο Διονύσης Φούκας είχε τραυματιστεί και ίδιος ελαφρά από σκάγια, έβγαλε τα ματωμένα ρούχα που φορούσε και τα πέταξε στο βόθρο. Αφού πλύθηκε, πήγε στην πλατεία του χωριού.
Οι συγγενείς των πέντε κυνηγών ανησύχησαν επειδή δεν είχαν δώσει σημεία ζωής και βγήκαν μέσα στη νύχτα για να τους αναζητήσουν. Εντόπισαν πρώτα το φορτηγάκι τους και στη συνέχεια έναν – έναν νεκρούς, σε μια ακτίνα 70-100 μέτρων, τον 33χρονο Λάμπρο Αντρέσσα, τον Βασίλη Νικολόπουλο 23 χρόνων, τον 21χρονο αδελφό του Χρήστο και τα εξαδέλφια τους Ηλία Πίππα 32 και Αλέξη Νικολόπουλο 17 χρόνων.
Η περιοχή αποκλείστηκε, ενώ δεκάδες κάτοικοι συγκεντρώθηκαν γύρω από το σημείο του εγκλήματος. Ανάμεσά τους και ο Διονύσης Φούκας, ο οποίος ακούστηκε να λέει: «Να τον κρεμάσουν το φονιά, που σκότωσε τους ανθρώπους σαν αρνιά»! Μάλιστα την επόμενη ημέρα μίλησε και μπροστά στις κάμερες, λέγοντας ότι δεν ήξερε τίποτα.
Οι άνδρες της Ασφάλειας μάζεψαν από το σημείο του εγκλήματος δώδεκα κάλυκες που, όπως διαπιστώθηκε στα εργαστήρια, προέρχονταν από ένα όπλο. Άρχισαν να σχηματίζουν ένα κύκλο υπόπτων και να παίρνουν καταθέσεις. Ανάμεσά τους ήταν και ο άνθρωπος που είχε ειδοποιήσει πατέρα και γιο για την παρουσία των πέντε κυνηγών στο χωράφι τους. Η αντίστροφη μέτρηση για την εξιχνίαση του εγκλήματος είχε ξεκινήσει.
Τρεις ημέρες μετά το μακελειό ο 73χρονος Λυσίμαχος Φούκας και ο 37χρονος γιος του συνελήφθησαν και ομολόγησαν. Οι αστυνομικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι φυσικός αυτουργός της δολοφονίας ήταν ο Διονύσης Φούκας.
Κάποιοι χωριανοί μίλησαν για το ιστορικό «νταή» που είχε ο 73χρονος Λυσίμαχος Φούκας. Όπως είπαν, στα νιάτα του είχε μαχαιρώσει κάποιον για τα πρόβατα, ενώ στα πανηγύρια πυροβολούσε τις λάμπες και απειλούσε όσους του αντιμιλούσαν. Καταπίεζε τη γυναίκα του και κρατούσε στη «σκιά» το γιο του Διονύση, στον οποίο δεν είχαν τίποτα να προσάψουν. Ο 37χρονος κτηνοτρόφος, ο οποίος ετοιμαζόταν να παντρευτεί και παράλληλα στήριζε την διαζευγμένη αδελφή του που ζούσε στο σπίτι με την εννιάχρονη κόρη της, πήρε «πάνω» του το έγκλημα, υποστηρίζοντας ότι ο πατέρας του είχε αφήσει το όπλο στο αυτοκίνητο.
Η δίκη τους έγινε το Μάρτιο του 2008 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αιγίου. «Δεν είχα πρόθεση να κάνω κακό», είπε στην απολογία του ο Διονύσης Φούκας. «Ούτε ο πατέρας μου με ενθάρρυνε, κατηγορείται άδικα. Βρισκόμουν εν βρασμώ ψυχής και αυτό δεν αποτελεί ελαφρυντικό. Από την πρώτη στιγμή το είχα πάρει απόφαση να αυτοκτονήσω, αλλά δεν είχα το κουράγιο. Δεν θέλω τίποτα λιγότερο από ισόβια».
Ο εισαγγελέας Ευριπίδης Νικολάου ήταν καταπέλτης για τους δύο δράστες. Χαρακτήρισε το Διονύση Φούκα ως «εξολοθρευτή, παιδί του μπαμπά» και τον Λυσίμαχο Φούκα ως «τον αφέντη, τον άνθρωπο που κινούσε τη φονική μηχανή που είχε άριστα εκπαιδευμένη». Πατέρας και γιος καταδικάστηκαν σε πέντε φορές ισόβια.
Το 2014 η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αγρινίου. Οι συγγενείς των θυμάτων αναφέρθηκαν στο ρόλο του Λυσίμαχου Φούκα ως ηθικού αυτουργού του εγκλήματος, αλλά και στην φρικιαστική ψυχραιμία του Διονύση Φούκα, ο οποίος δεν δίστασε να δώσει τις χαριστικές βολές στα θύματά του.
Στην κατάθεσή της η μητέρα του Λάμπρου Αντρέσσα μίλησε για επτά θύματα, καθώς δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα και η αδελφή του Αλέξη Νικολόπουλου αυτοκτόνησαν υπό το ψυχολογικό βάρος της απώλειάς του. Το δικαστήριο επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση, καταδικάζοντας πατέρα και γιο και πάλι σε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη.
Σήμερα ένα μνημείο με τα ονόματα και τις φωτογραφίες των πέντε κυνηγών έχει μείνει να θυμίζει το μακελειό που έμελλε να σημαδέψει την περιοχή.
Η μουσική λαογραφία, κατέγραψε το συγκλονιστικό αυτό γεγονός, και ίσως έτσι βοηθήσει να μη χαθεί στη χοάνη της λήθης, αλλά να λειτουργήσει ως διαρκές μνημόσυνο στη μνήμη όσων παρέσυρε αυτή η τραγωδία… Η προσωπογραφία που συνοδεύει το τραγούδι είναι έργο της εξαίρετης ζωγράφου Έφης Σίμου.
Από το CD του Γιώργου Υφαντή με τον τίτλο: “ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ” ,που κυκλοφόρησε από την εταιρία CRONOS MUSIC. τηλ: 210 5222746
Έπαιξαν οι μουσικοί:
Κλαρίνο: Γιώργος Κωτσίνης
Βιολί: Κώστας Κωσταγιώργος
Λαούτο: Σάσσας Μαρκόπουλος Θωμάς Κωνσταντίνου
Ντέφι: Κώστας Μερετάκης
0 Σχόλια